- φύεν
- φύ̱ε̄ν , φύωbring forthpres inf act (epic doric)φύωbring forthaor ind pass 3rd pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυέν — φύω bring forth aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φῦεν — φύω bring forth imperf ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοθηλής — (I) νεοθηλής και δωρ. τ. νεοθαλής και ιων. τ. νεηθαλής, ές (Α) 1. αυτός που άρχισε να θάλλει πρόσφατα, αυτός που βλάστησε πρόσφατα, ο χλωρός («τοῑσι δ ὑπὸ χθὼν δῑα φῡεν νεοθηλέα ποίην», Ομ. Ιλ.) 2. (για ζώα) αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα 3. μτφ.… … Dictionary of Greek